παρακολούθησιν

παρακολούθησιν
παρακολούθησις
following closely
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αειλογία — ἀειλογία, η (Α) [*ἀειλόγος] 1. ακατάπαυστη ομιλία, πολυλογία 2. (ως αττ. δικαν. όρος) πρόταση στο δικαστήριο να παρακολουθείται συνεχώς η διαγωγή κάποιου, να τεθεί «υπό παρακολούθησιν» («τὸ ἀεὶ λόγον καὶ εὐθύνας ὑπέχειν»), συνεχής παρακολούθηση… …   Dictionary of Greek

  • ЗЛО — [греч. ἡ κακία, τὸ κακόν, πονηρός, τὸ αἰσχρόν, τὸ φαῦλον; лат. malum], характеристика падшего мира, связанная со способностью разумных существ, одаренных свободой воли, уклоняться от Бога; онтологическая и моральная категория, противоположность… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”